Εκδήλωση του ΟΕΕ για τον Προϋπολογισμό 2019

Στην ανάγκη ενίσχυσης της αξιοπιστίας των δημοσιονομικών στοιχείων, της προώθησης των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, της αύξησης των επενδύσεων και της μείωσης των φορολογικών βαρών αλλά και στο κατά πόσο η οικονομία μπορεί να επιτυγχάνει για πολλά χρόνια υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα επικεντρώθηκε η συζήτηση που διοργάνωσε, την Τρίτη 11 Δεκεμβρίου, το Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδος για τον προϋπολογισμό του 2019.

Στην εκδήλωση, παρουσιάστηκε η μελέτη του ΟΕΕ για τον προϋπολογισμό του 2019, στην οποία καταγράφονται οι θέσεις του Επιμελητηρίου και δίνονται απαντήσεις για τα μεγέθη αλλά και τις αβεβαιότητες που θα κρίνουν την πορεία της οικονομίας.

Στη συζήτηση συμμετείχαν ο Φραγκίσκος Κουτεντάκης, Επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, ο Ναπολέων Μαραβέγιας, Καθηγητής Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ο Παναγιώτης Πετράκης, Καθηγητής Οικονομικών Επιστημών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ο Πάνος Τσακλόγλου, Καθηγητής Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και ο Διονύσης Χιόνης, Καθηγητής Οικονομικών του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης. Τη συζήτηση συντόνισε ο δημοσιογράφος, Αντώνης Παπαγιαννίδης.

Ο Πρόεδρος του ΟΕΕ, Κωνσταντίνος Κόλλιας, ανοίγοντας τη συζήτηση υπογράμμισε ότι ο προϋπολογισμός του 2019 δείχνει ότι απαιτούνται ακόμα πολλά να γίνουν στη χώρα, ώστε αυτή να βγει οριστικά από την οικονομική κρίση. Η εμπροσθοβαρής εφαρμογή των μέτρων ελάφρυνσης είναι αλήθεια ότι θα οδηγήσει σε ανακούφιση συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, οι οποίες έχουν πληγεί από τα μέτρα λιτότητας επί εννέα χρόνια. Βέβαια, για μια ακόμη φορά, η μεσαία τάξη είναι αυτή που φορολογικά είναι η χαμένη, αφού αφενός αυξάνονται τα έσοδα από τη φορολογία ιδιωτών και αφετέρου δεν ευνοούνται και από τη μείωση του ΕΝΦΙΑ. Ο κ.Κόλλιας τόνισε ότι η κυβέρνηση, έχοντας ως στόχο την επίτευξη υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, αλλά και την αναστολή των περικοπών των συντάξεων, ανέβαλε ή συρρίκνωσε πολλές από τις παροχές που είχε εξαγγείλει. Σημείωσε ακόμα, ότι η επίτευξη των πλεονασμάτων εξαρτάται και από την επικράτηση ομαλών συνθηκών, στο διεθνές γεωπολιτικό και οικονομικό περιβάλλον καθώς και από την εφαρμογή δικαστικών αποφάσεων.

Στην παρέμβασή του, ο Φραγκίσκος Κουτεντάκης, τόνισε την κομβική πολιτική σημασία του προϋπολογισμού, σχολίασε τα δεδομένα και τις αβεβαιότητες για το 2019 και έκρινε ως απόλυτα εφικτούς τους δημοσιονομικούς στόχους λέγοντας χαρακτηριστικά ότι δεν είναι η κατάλληλη εποχή να ξανανοίξει η συζήτηση για τα πλεονάσματα και το χρέος. Ανέφερε επίσης, ότι η βασική πρόκληση σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, είναι η ανάκτηση της δημοσιονομικής αξιοπιστίας και σε αυτό το πλαίσιο πρότεινε να προστεθεί συνταγματική πρόβλεψη για την εγκυρότητα και διαφάνεια της λογιστικής του δημόσιου τομέα. Σχολιάζοντας τη συζήτηση περί υπερφορολόγησης είπε πως αυτό που συμβαίνει είναι μια στρεβλή κατανομή του φορολογικού βάρους με συνέπεια κάποιοι να υπερφορολογούνται γιατί κάποιοι άλλοι υποφορολογούνται.

Το μεγάλο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι η χαμηλή αναπτυξιακή της δυναμική υπογράμμισε ο Πάνος Τσακλόγλου, προσθέτοντας ότι για να επιτύχουμε υψηλούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης απαιτείται σημαντική αύξηση του όγκου των επενδύσεων. Παρότι επενδυτικές ευκαιρίες υπάρχουν, οι ιδιωτικές επενδύσεις κινούνται σε χαμηλά επίπεδα και ο προϋπολογισμός δίνει ελάχιστα κίνητρα για αύξησή τους σημείωσε, ο κ. Τσακλόγλου, αναφέροντας παράλληλα ότι το κενό των ιδιωτικών επενδύσεων δεν καλύπτεται από αύξηση των δημοσίων επενδύσεων, παρά τη διαθεσιμότητα πόρων που οφείλονται στη δημιουργία υπερπλεονασμάτων. Τα υπερπλεονάσματα εν πολλοίς επιτυγχάνονται λόγω υποεκτέλεσης του προϋπολογισμού δημοσίων επενδύσεων και επιβραδύνουν το ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης και κατόπιν, χρησιμοποιούνται σε μία προσπάθεια δημιουργίας εκλογικής πελατείας. Για τη μη περικοπή της προσωπικής διαφοράς των παλαιών συνταξιούχων σημείωσε ότι συνεπάγεται την αναίρεση πολλών από τα «αντίμετρα» τα οποία θα μπορούσαν να δώσουν ώθηση στην οικονομία ή/και να ανακουφίσουν κάποια από τα φτωχότερα τμήματα του πληθυσμού. Ο προϋπολογισμός δείχνει ότι το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των αναγκών αναχρηματοδότησης του δημοσίου χρέους θα καλυφθεί από τα «μαξιλαράκι» και όχι τις αγορές, με αρνητικά αποτελέσματα τόσο για τη μακροχρόνια βιωσιμότητα του χρέους όσο και για το κόστος δανεισμού του ιδιωτικού τομέα. Με άλλα λόγια, πρόκειται για ένα κατώτερο των περιστάσεων, αντιαναπτυξιακό, προεκλογικό προϋπολογισμό κατέληξε ο κ. Τσακλόγλου.

Ο Παναγιώτης Πετράκης, υποστήριξε ότι θα έπρεπε οι κυβερνήσεις να επανατοποθετηθούν για τη μείωση των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα λέγοντας δε, πως πρέπει να υπάρξει επανατοποθέτηση και για το είδος της επίβλεψης μετά το μνημόνιο, για να απελευθερωθεί περισσότερο η εθνική οικονομική πολιτική.

Στην παρέμβασή του ο Διονύσης Χιόνης τόνισε ότι μετά από οκτώ χρόνια ο προϋπολογισμός του 2019 είναι ο πρώτος που συντάσσεται προκειμένου να εξυπηρετήσει δύο στόχους. Κατ’ αρχήν, τη δημιουργία δημοσιονομικών πλεονασμάτων για να υποστηρίξουν τη βιωσιμότητα του χρέους και κατά δεύτερον τους αναπτυξιακούς στόχους. Σ’ αυτό το πλαίσιο είναι λογικό να υποθέσουμε ότι η δημοσιονομική κατάσταση και η παραγωγή πλεονασμάτων εξαρτάται από τις εξελίξεις στο χρέος. Επομένως, η μελέτη της βιωσιμότητας του χρέους και της απόδοσης των παρεμβάσεων θα προσδιορίσει τις δημοσιονομικές εξελίξεις.

Όπως δήλωσε από την πλευρά του, ο Ναπολέων Μαραβέγιας, τα πρωτογενή πλεονάσματα δεν μπορούν να διατηρηθούν για πολλά χρόνια και μάλιστα με τον υπάρχοντα στρεβλό τρόπο φορολόγησης. Ωστόσο, πρόσθεσε ότι μια τέτοια συζήτηση δεν μπορεί να ανοίξει τώρα, αμέσως μετά την έξοδο από τα μνημόνια, διότι θα δημιουργούσε παρενέργειες.