Εκπροσώπηση του ΟΕΕ στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής στη συζήτηση για το πολυνομοσχέδιο

Τις ενστάσεις του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος για το πολυνομοσχέδιο, αλλά και τις προτάσεις του φορέα για τη φορολόγηση των ακινήτων και τα πρόστιμα, που επιβάλλονται για φορολογικές παραβάσεις, διατύπωσε στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής, ο πρόεδρος του επιμελητηρίου, Κωνσταντίνος Κόλλιας.

Ο κ. Κόλλιας μίλησε για:

• την ανάγκη της αναμόρφωσης του φορολογικού μας συστήματος, το οποίο είναι πολύπλοκο, με μεγάλο κόστος διαχείρισης, άδικο στην κατανομή των φορολογικών βαρών, και γενικά δεν ανταποκρίνεται στις σημερινές και μελλοντικές ανάγκες της οικονομίας και του Έλληνα φορολογούμενου.

• τις μέχρι σήμερα συχνές και πολλές αλλαγές στη φορολογική νομοθεσία, την απουσία ερμηνευτικών διατάξεων, την αδυναμία των υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών να εφαρμόσουν τις αλλαγές, που διαμορφώνουν ένα ασαφές και περίπλοκο περιβάλλον για τους φορολογούμενους και για τους λογιστές – φοροτεχνικούς.

• το γεγονός ότι το νομοσχέδιο δε διακρίνεται για την απλότητά του, δεν είναι κατανοητό και δεν έχει σαφήνεια λόγω των συνεχών παραπομπών του σε προγενέστερους νόμους.

Σε ό,τι αφορά τις αλλαγές στη φορολογία των ακινήτων, αναφέρθηκε στα «διαρκή μπρος – πίσω με τη φορολόγηση των ενοικίων», και διατύπωσε τα εξής ερωτήματα :

Έπρεπε να προκληθούν όλες αυτές οι αντιδράσεις, για να πάρετε πίσω την αύξηση των συντελεστών;

Με ποια λογική προχωρήσατε στην απαγόρευση εκχώρησης των ανείσπρακτων μισθωμάτων – και μάλιστα αναδρομικά;

Ως πότε θα νομοθετούμε με αναδρομική ισχύ, επειδή βολεύει για να κλείσει η τρύπα των εσόδων;

Με ποια λογική καταργήσατε τις απαλλαγές από τον ΕΝΦΙΑ ιδιοκτητών τουριστικών ακινήτων;

Ως πότε θα φορολογούμε την ακίνητη περιουσία με βάση αντικειμενικές αξίες του 2007;

Στη συνέχεια, μίλησε για τις προτάσεις του Οικονομικού Επιμελητηρίου για τον κλάδο :

• Άμεση αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών.

• Οι αξίες αυτές πρέπει να αναπροσαρμόζονται ανά έτος, και συγκεκριμένα το Δεκέμβριο, στις τρέχουσες κάθε φορά αξίες της αγοράς.

• Επέκταση του αντικειμενικού συστήματος στις περιοχές, όπου δεν ισχύει σήμερα.

• Θέσπιση ενός ενιαίου φόρου, απλού και κοινωνικά δίκαιου, που θα επιβάλλεται στη συνολική αξία της ακίνητης περιουσίας και όχι σε κάθε ακίνητο ξεχωριστά.

• Η απαλλαγή να παρέχεται σε ποσοστό επί της αξίας του ακινήτου που θέλει ο νόμος να ευνοήσει (π.χ. ξενοδοχείο θα απαλλάσσεται για το 75% της αξίας του).

• Ύπαρξη πολλών φορολογικών συντελεστών για πιο δίκαιη κατανομή του φορολογικού βάρους στους πολίτες.

• Διατήρηση του αφορολόγητου ποσού (150.000€) που ισχύει σήμερα στις κληρονομιές και γονικές παροχές.

• Είναι πλέον η κατάλληλη στιγμή να αποφασισθεί ότι στα ακίνητα θα πρέπει να επιβάλλεται ένας και μόνο φόρος. Είτε κατά την απόκτηση, είτε κατά την χρήση. Δεν γίνεται και τα δύο μαζί.

Για τα πρόστιμα και τις ποινικές κυρώσεις είπε ότι :

Εκλογικεύονται και γίνονται επιεικέστερα, ωστόσο όμως δεν εξομαλύνουν τις συνέπειες των μεγάλων προστίμων, λόγω και της μη ύπαρξης περαιτέρω μείωσής τους, λόγω έλλειψης συμβιβασμού. Εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται ευκαιριακά, ενώ πρέπει να αντιμετωπισθούν σε σταθερή και μόνιμη βάση, μέσα σ’ ένα απλό, λιτό και κατανοητό φορολογικό σύστημα.

Η επιβολή προστίμου πρέπει να έχει στοιχεία συμμόρφωσης και όχι εξόντωσης των φορολογουμένων.

Το νομοσχέδιο δεν αλλάζει τίποτα στα διαδικαστικά πρόστιμα του άρθρου 54 (100, 250, 500 ευρώ), που θα συνεχίσουν να ισχύουν, όταν ο φορολογούμενος δεν υποβάλλει ή υποβάλλει εκπρόθεσμα φορολογική δήλωση.

Μικροαλλαγές που δεν επηρεάζουν το φόρο ειδικά σε ότι αφορά τις δηλώσεις πληροφοριακού χαρακτήρα της φορολογίας κεφαλαίου, όπως είναι οι δηλώσεις Ε9, πρέπει να μπορούν να υποβάλλονται χωρίς να επιβάλλονται τα σχετικά πρόστιμα.

Από τη στιγμή, που η μη καταβολή των νέων οφειλών δημιουργεί πρόβλημα στη ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων, το όλο θέμα πρέπει να αξιολογηθεί και εφαρμοστεί διαφορετικά (με δεδομένη την έλλειψη ρευστότητας στην αγορά, η προθεσμία για τις νέες οφειλές πρέπει να είναι πιο ελαστική).

Ιδιαίτερη αναφορά έκανε και στην ανάγκη ακριβούς προσδιορισμού του αντικειμένου της εργασίας των λογιστών φοροτεχνικών, από το οποίο απορρέει και η ευθύνη των συγκεκριμένων επαγγελματιών. Όπως είπε ο κ. Κόλλιας :

«Οι λογιστές – φοροτεχνικοί την μόνη ευθύνη που μπορούν να έχουν είναι για την τήρηση των βιβλίων και στοιχείων σύμφωνα με τα Ε.Λ.Π και τίποτα άλλο. Είναι έξω από κάθε λογική η συνυπευθυνότητα για κάθε παρανομία που πράττουν οι εταίροι, μέτοχοι, μέλη των διοικήσεων. Οι λογιστές δεν έχουν την παραμικρή δύναμη και εξουσία να επιβάλλουν οτιδήποτε. Αντιθέτως μάλιστα είναι ενδεχόμενο να δέχονται και πιέσεις.

Δεν είναι δυνατόν ο λογιστής – φοροτεχνικός να θεωρείται, χωρίς κανένα ελαφρυντικό, άμεσα συνεργός στην τέλεση των εγκλημάτων της φοροδιαφυγής. Δεν είναι δυνατόν ο προϊστάμενος (υπάλληλος) του λογιστηρίου μιας μεγάλης επιχείρησης ή ο επιβλέπων λογιστής – εξωτερικός συνεργάτης μιας επιχείρησης, να εγγυάται τη νομιμότητα των συναλλαγών που αναφέρονται στις χιλιάδες των παραστατικών, τα οποία είναι καταχωρημένα ήδη από άλλους υπαλλήλους ή παραλαμβάνει για καταχώρηση στο γραφείο του.

Αλήθεια υπάρχει άλλο επάγγελμα στη χώρα μας που να αντιμετωπίζεται με αυτό τον τρόπο;

Οι λογιστές – φοροτεχνικοί, δε διαθέτουν υπερφυσικές δυνάμεις για να γνωρίζουν την εγκυρότητα των συναλλαγών που αναφέρονται στις χιλιάδες των παραστατικών. Την εγκυρότητα αυτή την γνωρίζουν μόνο οι άμεσα εμπλεκόμενοι σε κάθε συναλλαγή οι οποίοι και συμπληρώνουν το ανάλογο παραστατικό. Ο λογιστής ευθύνεται μόνο για την ορθή καταχώρηση των παραστατικών που παρελήφθησαν απ’ το λογιστήριο (εντός της εταιρίας ή στο δικό του γραφείο), και την ορθή μεταφορά των δεδομένων των συναλλαγών στις οικονομικές καταστάσεις, σύμφωνα πάντα με την ισχύουσα νομοθεσία.

Η πολιτεία οφείλει να αντιμετωπίζει τον λογιστή – φοροτεχνικό με σεβασμό και να του ζητάει ευθύνες μόνο για παραβάσεις που αναφέρονται στην εργασία που προσφέρουν.

Τέλος πιστεύουμε και προτείνουμε πως πέρα από κάθε τύχη που θα έχει το παρόν σχέδιο στην Βουλή των Ελλήνων, από την ερχόμενη Δευτέρα θα πρέπει να συσταθεί μια κοινή ομάδα εργασίας από το Υπουργείο και το Ο.Ε.Ε. ώστε να συζητήσει βασικές αλλαγές στο Φορολογικό ώστε να περιβληθεί του μανδύα του Δίκαιου, του Σταθερού και του Αποτελεσματικού».